δρομάκι

δρομάκι
το
μικρός δρόμος, στενωπός, σοκάκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατσικόδρομος — ο 1. στενό δρομάκι κατάλληλο για να περάσουν μόνο τα κατσίκια. 2. δρομάκι που σχημάτισαν οι κατσίκες με το πέρασμά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμπολο — και έμπουλο, το 1. καθένα από τα νήματα που συστρέφονται για να σχηματίσουν το σχοινί 2. μικρός στενός δρόμος, σοκάκι, δρομάκι, στενοσόκακο …   Dictionary of Greek

  • διπλοστενορύμι — το διασταύρωση στενών διαβάσεων, δρομίσκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο * + στενορύμι «δρομάκι»] …   Dictionary of Greek

  • δρομαλάκι — το δρομάκι …   Dictionary of Greek

  • καντούνι — το (Μ καντούνι και καντόνιον) γωνία νεοελλ. στενό δρομάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. canton ή ιταλ. cantone] …   Dictionary of Greek

  • κατηφόρι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ., 78 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. Β της Αθήνας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Συκαμίνου της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. * * * το [κατήφορος] 1. κατηφορικό δρομάκι …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μονοπάτι — το (ΑΜ μονοπάτιον, Μ και μονοπάτιν και μονόπατον) στενό και δύσβατο δρομάκι στο ύπαιθρο ή σε ορεινή περιοχή, σχηματισμένο από τη συχνή διάβαση, στο οποίο μπορεί να βαδίζει ένας μόνο άνθρωπος ή ένα ζώο, ατραπός («τὰς δὲ δημοσίας ὁδούς καὶ τὰ… …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • σοκάκι — το, Ν στενός δρόμος, δρομάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sokak] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”